λάβαρο — Αρχικά ήταν είδος ρωμαϊκής σημαίας και επρόκειτο για τετράγωνο ύφασμα, το οποίο κρεμιόταν σε κοντάρι ή ιστό· η λέξη προέρχεται άλλωστε από το λατινικό labarum. Λ. ονομάστηκε και η πρώτη αυτοκρατορική σημαία, την οποία ύψωσε στο Βυζάντιο ο Μέγας… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek